- πολύδιψος
- πολύ-διψος, ον,A making very thirsty, Xenocr. ap. Orib.2.58.91.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύδιψος — ον, Α αυτός που προκαλεί πολλή δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + διψος (< δίψα), πρβλ. υπό διψος] … Dictionary of Greek
πολύδιψοι — πολύδιψος making very thirsty masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek